- ξιφομάχαιρα
- ξῐφο-μάχαιρα [pron. full] [μᾰ], ἡ,A sabre, Theopomp. Com.25, 7.2, IG12.282.118, 22.1380.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξιφομάχαιρα — sabre fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξιφομάχαιρα — η (Α ξιφομάχαιρα) μεγάλο μαχαίρι που έχει σχήμα ξίφους και χρησιμοποιείται ως μαχαίρι και ως ξίφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + μάχαιρα] … Dictionary of Greek
ξιφομαχαίρας — ξιφομαχαίρᾱς , ξιφομάχαιρα sabre fem acc pl ξιφομαχαίρᾱς , ξιφομάχαιρα sabre fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάχαιρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 235 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, ΝΑ του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκαλοχωρίου. * * * η (ΑM μάχαιρα) 1. όργανο με λαβή… … Dictionary of Greek
ξίφος — Ευθύ και σχετικά πλατύ αγχέμαχο όπλο, σε χρήση ήδη από την προϊστορική εποχή. Το ξ. αποτελείται από τη λεπίδα (έλασμα) και τη λαβή (κώπη). Η λεπίδα, μεταλλικό κοφτερό στέλεχος τριγωνικής τομής και ποικίλου μήκους (0,90 1 μ.), φέρει ένα αυλάκι σε… … Dictionary of Greek